• English

Ομιλία στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στην Βέροια (2002)

Η ομιλία μου, με τον τίτλο “Gradus ad Parnassum”, ήταν σχετική με την θλιβερή κατάσταση της μουσικής στην Ελλάδα.

GRADUS AD PARNASSUM (*)

-Δάσκαλε Aloysius ! Αναφώνησε με έκπληξη ο Joseph, βλέποντας τον σεβάσμιο γέροντα να μπαίνει στο μικρό του δωμάτιό. Δάσκαλε, που ήσουν; Πέντε ολόκληρα χρόνια έχω να σε δω. Νόμιζα πως χάθηκες για πάντα μέσα στους ατέλειωτους κήπους του μουσικού μας παραδείσου, όπου τα Σεραφείμ τραγουδάνε Παλεστρίνα και τα Χερουβείμ παίζουνε Μπαχ.

Ο σεβάσμιος γέροντας χαμογέλασε με αγάπη. Κάθισε δίπλα στον Joseph και ακούμπησε πάνω στο ξύλινο τραπέζι ένα κουτί που κρατούσε. -Αυτό το μικρό δωράκι είναι για σένα Joseph, είπε αργά. Ο ανυπόμονος μαθητής άνοιξε το κουτί γρήγορα και μετά έμεινε λίγο απορημένος. -Δάσκαλε σ’ευχαριστώ, αλλά τι είναι αυτό, ρώτησε.

– Ένα είδος υποδημάτων παιδί μου, τσαρούχια τα λένε, όμως κάθισε κοντά μου και θα στα πω όλα.

Ο Joseph κάθισε δίπλα στον γέροντα, κυττάζοντας τον απορημένος. – Δάσκαλε, είπε, είσαι καλά;

– Θα ήμουν καλύτερα αν είχες ένα ουζάκι, απάντησε ο Aloysius, προκαλώντας την ακόμη μεγαλύτερη απορία του μαθητή του, που δεν ήξερε τι είναι το ουζάκι. Έλα Joseph σταμάτησε να απορείς, του είπε. Λίγο να ξαποστάσω και θα στα πω όλα.

– Όχι, όχι δάσκαλε, αναφώνησε ο Joseph. Το βλέπω, έχεις κάτι ενδιαφέρον να μου διηγηθείς. Σε παρακαλώ άρχισε τώρα τη διήγησή σου. Εδώ στο γαλήνιο και ήρεμο παράδεισο έχω να ακούσω κάτι ενδιαφέρον από τότε που ήρθα, στις 14 Φεβρουαρίου του 1741. Σε παρακαλώ πες μου τώρα την ιστορία σου.

—————

Ο Aloysius πήρε βαθειά ανάσα και άρχισε:

– Joseph παιδί μου, καθώς ξέρεις εγώ ήρθα στον Παράδεισο πολύ νωρίτερα από σένα, στις 2 Φεβρουαρίου του 1594. Οι λειτουργίες και τα μοτέτα μου με είχαν κάνει εδώ στον παράδεισο γνωστό αρκετό καιρό πριν έρθω εδώ και ο ίδιος. Στους επόμενους αιώνες μάλιστα, παρατήρησα ότι και στη γη υπήρξε ένα μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο μου. Ένας μάλιστα ονόματι Γιέπεσεν, ασχολήθηκε σοβαρά με το έργο μου.

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ – αφού αυτά σου είναι γνωστά – με την καλή φήμη που είχα, πήρα το θάρρος και πήγα στον Ύψιστο – που τόσο τον εδόξασα με τα έργα μου – και του ζήτησα μία χάρη : του ζήτησα 5ετή άδεια για να επισκεφθώ τη χώρα-λίκνο του δυτικού πολιτισμού και της δυτικής μουσικής.

-Δάσκαλε, φώναξε ο Joseph, δεν το πιστεύω. Πήγες στην Ελλάδα; Στην χώρα των Μουσών που κατοικούν στον Παρνασσό;

-Ναι, ναι Joseph, είπε ο Aloysius χαϊδεύοντας με καλωσύνη το κεφάλι του μαθητή του. Ξέρω τη μανία σου με την Ελλάδα. Ξέρω και το έργο που έγραψες  « βήματα προς τον Παρνασσό» -Gradus ad Parnassum. Καλό βιβλίο Joseph και σε ευχαριστώ που με αναφέρεις σ’αυτό ως δάσκαλό σου. Κάποια πράγματα για τη δική μου τεχνική τα έχεις λίγο ψιλομπερδέψει, αλλά δεν παύει να είναι θαυμάσια η μεθοδολογία σου: πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο είδος αντίστιξης. Μπράβο Joseph, λαμπρή διδακτική ιδέα.

-Δάσκαλε προχώρα, άφησε τα αυτά, σε παρακαλώ, εγώ θέλω να μάθω για το ταξίδι σου στη χώρα του πολιτισμού. Πες μου για όσα, θαυμαστά φαντάζομαι, είδες. Αυτός ο λαός αν μεγαλουργούσε στις τέχνες, τις επιστήμες και τη φιλοσοφία πριν 2.500 χρόνια, φαντάζομαι ότι τώρα θα έχει φτάσει στις ύψιστες κορυφές του πνεύματος και της διανόησης.

-Έχεις λίγο ουζάκι ; ξαναρώτησε χαμογελαστά ο Aloysius. Α, ξέχασα, δεν ξέρεις τι είναι αυτό. Έστω βάλε λίγο κρασί από την πατρίδα μου την Ιταλία. Θα με βοηθήσει να σου πω τι είδα. Πιές και συ, θα σε βοηθήσει να ακούσεις.

Ο γέροντας ήπιε μια γουλιά κρασί και συνέχισε, σκυθρωπός, όμως, τώρα.

– Λοιπόν Joseph ας αρχίσω τη διήγησή μου από το αγαπημένο σου βουνό, τον Παρνασσό. Για να το βρω ρώτησα έναν νεοέλληνα να μου πεί πως θα πάω στον Παρνασσό. Ανεδέστατα μου απάντησε «στραβός είσαι; δεν τις βλέπεις; και μου έδειξε με το δάχτυλο το απέναντι μαγαζί όπου πουλούσαν κρέας,  σουβλατζίδικα τα ονομάζουν αυτά τα μαγαζιά. Του εξήγησα ότι γυρεύω τις μούσες, τις 9 κόρες που από το όνομά τους προήλθε η λέξη μουσική και που έκαναν την Ελλάδα ξακουστή σε όλο τον κόσμο. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί, αλλά, όταν άκουσε ότι θέλω τις 9 κόρες, με κύτταξε πονηρά, σαν να ήθελε κάτι το πολύ απρεπές να πει. Στο τέλος, όμως, σεβάστηκε τα χρόνια μου και είπε : « η Ελλάδα,, φίλε, είναι ξακουστή για τα σουβλάκια και το μπουζούκι της, πήγαινε να φας απέναντι, στο συστήνω». Δεν κατάλαβα τι είναι το μπουζούκι, αργότερα έμαθα. Μου το εξήγησαν κάποιοι γκρινιάρηδες Ελληνες λόγιοι. Είναι, μου είπαν, το όργανο που παίζει ο σύγχρονος Απόλλων από τότε που τον ανάγκασαν να πεtάξει τη λύρα του. Με τα πολλά βρήκα μόνος μου το βουνό. Όμως τι απογοήτευση. Όταν ρώτησα κάποιους νεαρούς για την Καλλιόπη και την Ευτέρπη με κυττούσαν περίεργα. Στο όνομα της Κλειώς το μάτι τους έλαμψε. “Βρε γέρο”, μου είπαν και πάλι αναιδέστατα, “ξέρεις τη Κλειώ; Από το Big Brother είσαι;” Ηταν φανερό, ότι δεν θα συναντούσα τις μούσες. Με αυτούς τους αναιδείς και αμαθείς γύρω τους, σκέφθηκα, θα εγκατέλειψαν τον Παρνασσό. Αποφάσισα να μάθω μόνος μου για τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας και κυρίως για τη μουσική της. Ξέρεις, Joseph, τι έλεγε ο Κομφούκιος ένας μεγάλος κινέζος σοφός έξι αιώνες πριν γεννηθεί ο Χριστός; «αν θες να γνωρίσεις ένα λαό, γνώρισε τη μουσική που ακούει». Αυτό θυμήθηκα, Joseph και επειδή, σα μουσικό, με ενδιέφερε το θέμα, μπήκα στις συνήθειες των σύγχρονων Ελλήνων. Άκουσα μουσική από ένα εργαλείο που θα μπορούσε να είναι θαυμαστό μέσο μόρφωσης των λαών, τηλεόραση το λένε, άκουσα ακόμη και άλλα σύγχρονα μέσα όπως ραδιόφωνο, cd, πήγα σε συναυλίες σε στάδια και σε κάτι περίεργα φωτιζόμενα υπόγεια όπου ξεκουφαίνεσαι από την ένταση της μουσικής, έστησα αυτί να δω τι ακούνε οι γείτονές μου, με μια λέξη έκανα ότι μπορούσα να πληροφορηθώ τι ακούνε οι πολλοί. Και έβγαλα συμπέρασμα. Άκου το :Οι νεοέλληνες έχουν μπερδέψει τη διασκέδαση με την Τέχνη. Ονομάζουν μεγάλους συνθέτες ανθρώπους που γράφουν τραγούδια και μόνο τραγούδια, τα οποία στην συντριπτική πλειοψηφεία τους είναι τελείως ανόητες μελωδίες με ηλίθιους στίχους, που εάν ένας μάγος τα μεταμόρφωνε σε τροφή θα ήταν ακαθαρσίες. Και όμως, λατρεύουν αυτές τις ακαθαρσίες και πληρώνουν αδρά για να τις ακούσουν. Μοιάζει σαν ένας λαός δηλητηριασμένος, αλλά ερωτευμένος με το δηλητήριό του.

-Δάσκαλε διέκοψε ο Joseph, που δεν πίστευε στα αυτιά του, πως είναι γραμμένη αυτή η μουσική, ποια η τεχνική της, ποιος ο τρόπος εκτέλεσής της, πές μου!

-Παιδί μου τι να σου πω. Δεν αξίζει τον κόπο. Όμως, έτσι για να πάρεις μια ιδέα, σου λέω πως αυτοί που γράφουν αυτό το είδος των «μαδριγαλιών», συγγνώμη «σκυλάδικα» τα ονομάζουν, έχουν μια μεγάλη αγάπη για τις μελωδικές αλυσσίδες. Λένε μια ανόητη μουσική φρασούλα και ύστερα την επαναλαμβάνουν δυό-τρείς φορές χαμηλότερα η ψηλότερα, ακολουθεί μια δήθεν κορύφωση και ύστερα πάλι από την αρχή. Όσο για τα λόγια, που συνήθως έχουν παρατονισμούς, εκεί είναι στα αλήθεια για γέλια. Συνηθίζουν να λένε μία φράση ή μία λέξη τόσες πολλές φορές που αρχίζεις να αναρωτιέσαι μήπως ξέχασαν το παρακάτω κείμενο. Δράμα σου λέω. Όσο για τον τρόπο ερμηνείας που ρώτησες, δεν ξέρω πώς να τον χαρακτηρίσω. Οι περισσότεροι τραγουδούν ένρινα, με άγρια πίεση του λαρυγγιού και με μακρόσυρτη φωνή. Το αποτέλεσμα είναι ένα σπηλαιώδες άκουσμα και μια εκφορά του λόγου μάγκικη, ανάλογη του τρόπου που πολλοί μιλάνε.

– Και που εκπαιδεύονται αυτοί οι τραγουδιστές δάσκαλε, που αποκτούν την τεχνική στήριξης της φωνής τους και ελέγχου της αναπνοής τους;

– Πουθενά. Πιστεύουν πως είναι πολύ εύκολο να γίνεις τραγουδιστής. Κρατούν μπροστά στο στόμα τους ένα αντικείμενο που δίνει μεγάλη ένταση στη φωνή τους, κάτι σαν ανάποδο κηροπήγιο, και είναι ευτυχισμένοι που μπορούν να ακούγονται τόσο δυνατά.

Πριν λίγο καιρό έβλεπα στην τηλεόραση κάποιους νεαρούς, που μου είπαν ότι για πολύ καιρό τους είχαν κάπου μαντρωμένους και κάποιοι άλλοι τους παρακολουθούσαν συνέχεια– υποθέτω έργο της ιεράς εξέτασης θα ήταν αυτό – τους έβλεπα, που λές, να δηλώνουν σχεδόν όλοι, πως όταν ξεμαντρωθούν θα γίνουν τραγουδιστές, καλλιτέχνες της μουσικής έλεγαν. Σε κάποιους πονηρούς που τους ρωτούσαν αν ξέρουν γραφή και ανάγνωση μουσικής, απαντούσαν με αφέλεια : και ποιος από τους σημερινούς μας σπουδαίους τραγουδιστές ξέρει; Είδα και μία ευτραφή κυρία – που χειρίζεται τη νεοελληνική γλώσσα  χειρότερα και από εμένα – να λέει ότι τα ταλαντούχα νέα παιδιά δεν πρέπει να σπουδάζουν μουσική, διότι θα χάσουν τον αυθορμητισμό τους. Δεν ξέρω αγαπημένε μου Joseph, ότι θέλεις λένε σ’αυτή τη χώρα και μάλιστα με τέτοια σοβαρότητα που αναρωτιέσαι μήπως και έχουν δίκιο.

-Καλά δάσκαλε, έστω τραγούδια μόνο ακούει αυτός ο λαός, δεν βρέθηκε κανείς να γράψει και ωραία τραγούδια;

-Α, σίγουρα. Άκουσα και πολύ όμορφα τραγούδια, αλλά πρόσεχε. Αυτοί οι πολύ λίγοι που κατάφεραν να γράψουν εμπνευσμένες μελωδίες, στην κρίση εκείνων των μορφωμένων εκείνων νεοελλήνων που απεχθάνονται τα «σκυλάδικα», φάνηκαν ως οι μέγιστοι δημιουργοί όλων των εποχών και τους ανέβασαν στα ύψη, αναγορεύοντας τη μουσική τους ως την ψηλότερη κορυφή της Τέχνης. Βλέπεις, έτσι, ανθρώπους, με μεγάλη μόρφωση στον τομέα τους, να σου λένε ότι η υψηλή μουσική σύνθεση είναι αυτά τα ωραία τραγούδια που λέγαμε. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που διαβάζουν μεγάλους ποιητές και συγγραφείς, θαυμάζουν σπουδαίους ζωγράφους συγκινούνται από την τέχνη του σοβαρού θεάτρου. Joseph, πίστεψέ με, οι Έλληνες που κατασκεύασαν τον Παρθενώνα δεν έχουν ιδέα από τη μουσική της υψηλής ανάτασης, της υπέροχης μουσικής που γράφτηκε μέχρι σήμερα και που έχει ξεπεράσει κάθε τοπικό ή χρονικό πλαίσιο και έχει γίνει παγκόσμιο πολιτιστικό αγαθό, όπως ακριβώς και ο δικός τους Παρθενώνας που από μερικές γωνιές της Αθήνας μπορείς να τον δείς ακόμη και από μακρυά, όταν δεν σου τον κρύβουν κάτι πολύ ψηλά κακάσχημα κτίρια που τα ονομάζουν πολυκατοικίες.

– Δεν πιστεύω δάσκαλε, ότι δεν ξεχωρίζουν πια στην Ελλάδα τις κατηγορίες της μουσικής σύνθεσης και ότι τα ισοπεδώνουν όλα. Και εμείς στην εποχή μας είχαμε πολύ ταλαντούχους τραγουδοποιούς-διασκεδαστές, αλλά κανείς δεν τόλμησε να τους συγκρίνει με τη δική σου π.χ. μουσική παρουσία και το συνθετικό σου έργο.

– Έχουν εφεύρει μία ιδιότυπη θεωρία στην Ελλάδα Joseph. Λένε πως η μουσική είναι μία. Άρα προχωράνε τον συλλογισμός τους και λένε ότι υπάρχει μόνο καλή και κακή μουσική. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ανάμεσα σε ένα έργο του διάσημου συναδέλφου μας Μπετόβεν και ένα ωραίο ελληνικό τραγούδι, δεν υπάρχει καμμία διαφορά ούτε στη μορφή ούτε στο περιεχόμενο. Την ασυλλόγιστη αυτή θεωρία την αναμασάνε και οι λόγιοι της χώρας οι περισσότεροι των οποίων, καθώς σου εξήγησα, έχουν μεσάνυχτα από την παγκόσμια μουσική δημιουργία. Αν είχα τη δυνατότητα θα τους έλεγα : δηλαδή, σύμφωνα με τη λογική σας, ένα καλοφτιαγμένο εξοχικό σπιτάκι και ο Παρθενώνας είναι το ίδιο πράγμα, αφού και τα δύο είναι καλά, ή, μία καλοφτιαγμένη θεατρική επιθεώρηση και ένα έργο του Σαίξπηρ είναι επίσης ισοδύναμα ως πνευματικά δημιουργήματα. Κρίμα, που δεν μπορώ να τα πω δυνατά αυτά, Joseph, όμως και να τα έλεγα, θα έβγαιναν οι λεγόμενοι «προοδευτικοί» του πνεύματος να με κατηγορήσουν για συντηρητικό. Ποίοι, οι ιδιότυποι εκείνοι της φασίζουσας νοοτροπίας ότι η μουσική είναι μία, καλή ή κακή.

Οι ίδιοι, ωστόσο, που υποστηρίζουν το παραπάνω δόγμα, το καταστρατηγούν όταν τους συμφέρει. Τότε κάνουν διαχωρισμούς της μουσικής και μιλάνε π.χ. για «ποιοτικό τραγούδι», για «εμπορικό τραγούδι», για ξενόφερτη ροκ μουσική, για «σκυλάδικο τραγούδι» και άλλες κατηγορίες. Σε ρωτώ, όμως Joseph, σύμφωνα με το δόγμα «η μουσική είναι μία καλή ή κακή», τότε και ένα «καλό» στο είδος του σκυλάδικο δεν έχει ισοδύναμη καλλιτεχνική αξία με ένα καλό «ποιοτικό», καθώς το λένε, τραγούδι ;

Δεν σου κρύβω Joseph ότι, κατά τη γνώμη μου, οι πολύ καλοί συνθέτες τραγουδιών στην Ελλάδα ήταν η ευλογία και η καταστροφή μαζί, για την μουσική καλλιέργεια αυτού του λαού. Ευλογία, διότι του χάρισαν όμορφα τραγούδια που είναι πολύτιμα για έναν λαό. Καταστροφή, διότι έπεισαν αυτόν τον λαό ότι η μουσική τελειώνει σ’αυτά τα ωραία τραγούδια τους.

-Καλά δάσκαλε, τι κάνουν για αυτό οι ηγέτες της χώρας. Δεν τους ενδιαφέρει η υψηλή τέχνη πέρα από τα τραγούδια ; Δεν μπορεί, κάτι θα κάνουν.

– Joseph, είδα αρκετούς πολιτικούς να ρίχνουν γυροβολιές εκστασιαζόμενοι, μαζί με τους τρεφόμενους με πνευματικές ακαθαρσίες και για τους οποίους σου μίλησα πριν. Άλλοι, πάλι, φθάνουν στο σημείο να πιστεύουν ότι οι χώροι των μουσικών αυτών κοπράνων είναι «πολιτιστικοί χώροι». Σου, λεώ, άνθρωποι σοβαροί κατά τα άλλα, όμως τελείως αμόρφωτοι και ακαλλιέργητοι μουσικά.

– Δάσκαλε, μήπως δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα στο κράτος για να παρέμβει όπως πρέπει ;

-Μα σου είπα, Joseph. Το περισσότερο που μπορούν να φθάσουν διανοητικά και οι ίδιοι οι ιθύνοντες, είναι το επίπεδο των ωραίων τραγουδιών. Εκεί τελειώνει ο μουσικός τους ορίζοντας και η μουσική τους γνώση. Όσο για τα χρήματα, υπάρχουν και παραυπάρχουν.

Τον καιρό π.χ. που ήμουν στην χώρα του Απόλλωνα, οργανώθηκε από το κράτος μια πανάκριβη συναυλία για να παρουσιάσουν ένα έργο με δεκάδες τυμπανίστες και άλλους πολλούς μουσικούς και μεγάλη χορωδία. Τόσα χρήματα για μία συναυλία, άρα δεν έχουν κανένα οικονομικό πρόβλημα !

– Δάσκαλε, δεν γίνεται. Μεγάλη ορχήστρα και χορωδία σημαίνει άπαιτητική γραφή, γνώση τεχνικής και ενορχήστρωσης και περιεχόμενο με υψηλούς στόχους, όχι τραγούδια που μου έλεγες.

– Joseph, Joseph, τι τυχερός που είσαι που δεν τα έχεις δει και ακούσει όλα αυτά. Απλή μουσική σου λέω και σε αυτήν την περίπτωση. Μην σε ξενίζει η μεγάλη ορχήστρα. Με ένα περίεργο κόμπλεξ για αυτό που κάνουν – περίεργο γιατί το τραγούδι όταν δεν είναι χυδαίο, αλλά είναι όμορφο, έχει μεγάλη σημασία για την καθημερινή έκφραση ενός λαού – με αυτό, λοιπόν το περίεργο κόμπλεξ , αντί για λίγα όργανα όπως θα ταίριαζε, συχνά προτιμούν συμφωνική ορχήστρα πιστεύοντας πως έτσι η μουσική τους αποκτά κύρος. Γίνονται αστείοι. Από τη μια προσπαθώντας να επιβάλλουν μόνο τη δική τους μουσική μιλάνε το εξοβελισμό της δυτικότροπης μουσικής κουλτούρας και για την «ελληνικότητα» που πρέπει να έχει η μουσική και από την άλλη, χρησιμοποιούν μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές κατακτήσεις της δυτικής έντεχνης μουσικής, τη συμφωνική ορχήστρα. Την χρησιμοποιούν μάλιστα με εξίσου αστείο τρόπο: σα μια μεγάλη κιθάρα που ομοφωνικά – καταλαβαίνεις εσύ τι εννοώ – παρακολουθεί τον τραγουδιστή.

Οι πιο ευφάνταστοι έχουν, μάλιστα, εφεύρει και δική τους  ορολογία όπως «μετασυμφωνική μουσική». Αλλοι, πάλι,  με μικρότερη φαντασία, αλλά με την ίδια κυνική σκέψη, ότι κανείς δεν θα τους παρεξηγήσει, αφού κανείς δεν γνωρίζει, ονομάζουν τα έργα τους καντάτες, ορατόρια και άλλα συναφή.

-Δάσκαλε Aloysius, ακούω συνέχεια τη λέξη λαϊκός. Η λέξη αυτή είναι ιερή λέξη. Γιατί φαίνεσαι τόσο προκατειλημμένος εναντίον μουσικών έργων που την χρησιμοποιούν;

-Καλέ μου Joseph, κάθε χώρα έχει τη γνήσια λαϊκή μουσική της και η Ελλάδα έχει θαυμάσια δημοτική μουσική. Στην Ελλάδα ο όρος λαϊκή και δημοτική δεν ταυτίζονται. Δημοτική είναι η γνήσια λαϊκή μουσική της υπαίθρου, το δημιούργημα-θησαυρός των ανώνυμων τραγουδιστών και ποιητάριδων. Λαϊκή είναι η μουσική που δημιουργήθηκε μέσα στις αστικές μεγαλουπόλεις.

Η σύγχυση, που δικαιολογημένα πολλοί έχουν, στο τι είναι η δημοτική και τι η νεώτερη αστική λαϊκή μουσική, αποδείχτηκε αποτελεσματικό αντικείμενο για εκμετάλλευση που χρησιμοποίησαν πολλοί επιτήδειοι συνθέτες αστικών τραγουδιών. Μιλάνε έτσι για «επιστροφή στις μουσικές μας ρίζες», για διατήρηση και αναγέννηση του «λαϊκού μουσικού πολιτισμού», για «εληνικότητα της μουσικής» και άλλα συναφή, τα οποία «όλα είναι για το καλό του λαού ή προέρχονται από αυτόν». Αν αυτά που σου λέω, Joseph, δεν είναι λαϊκισμός, τότε τι είναι;

Μερικοί δεν διστάζουν μάλιστα και να αντιγράψουν, επακριβώς σχεδόν αλλά καόγουστα, δημοτικές μελωδίες. Δεν επιστρέφουν στις ρίζες, τις ξεριζώνουν.

– Δάσκαλε πες μου, γιατί τα έχεις με αυτό που ονόμασες μουσική για διασκέδαση. Είναι τόσο κακό να υπάρχει τέτοια μουσική;

– Joseph, καμμιά φορά δεν καταλαβαίνεις καθόλου, είπε λίγο θυμωμένα ο Aloysius. Η διασκέδαση και η ανάγκη να εκφραστείς, απλά και εύκολα με ένα τραγούδι, είναι μια απαραίτητη και φυσιολογική ανάγκη για κάθε άνθρωπο. Η εκμετάλευση, όμως, αυτής της ανάγκης και το ελληνικό φαινόμενο να πιστεύουν οι πολλοί ότι η μουσική τελειώνει εκεί, ε ναι, αυτό είναι απαράδεκτο. Και συμβάλουν σ’αυτήν την κακοήθεια αρκετοί άνθρωποι της λεγόμενης διανόησης που, μεγαλωμένοι και αυτοί με την ίδια μουσική παιδεία, θαυμάζουν τα «ιερά τέρατα» της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής.

Γνώρισα, Joseph, στην Ελλάδα, το εργο του ποιητή Ελύτη. Υψηλή ποίηση Joseph. Αναρωτιέμαι, οι άνθρωποι αυτοί της διανόησης – που στην ποίηση πιθανότατα είναι καλά ενημερωμένοι – θα μπέρδευαν ποτέ την αξία της ποίησης του Ελύτη με την αξία ενός ερωτικού τετράστιχου σε ημερολόγιο του τοίχου;

-Δεν μπορεί δάσκαλέ μου, κάποιοι θα αντιδρούν για όλα αυτά.

– Ποίοι Joseph ; Για τους ανθρώπους που δηλώνουν ότι ανήκουν στην ελληνική διανόηση σου είπα. Οι ειδικοί της μουσικής, οι έχοντες δηλαδή σπουδάσει σοβαρά την επιστήμη της μουσικής, ή αδιαφορούν ή η φωνή τους δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια μιας δημοσίευσης σε μικρής κυκλοφορίας περιοδικό ή εφημερίδα, ή τα όρια ενός συνεδρίου. Συχνά ακόμη μοιρολογούν και γκρινιάζουν σε ταβρνίτσες όπου μαζεύονται. Οι περισσότεροι δημόσια σιωπούν γνωρίζοντας πως «η σιωπή είναι χρυσός», δηλαδή θέλω να πω πως αν μιλήσουν μπορεί και να χάσουν την εύνοια των ισχυρών που μονοπωλούν τον χώρο τους. Αλλά και αν τολμήσουν να τα βάλουν με τα «ιερά τέρατα» του κερδώου λαϊκού πενταγράμμου ή με τους υπηρέτες του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, ή με τους μη μουσικούς οι οποίοι κατευθύνουν τη μουσική ζωή του τόπου, γρήγορα θα τους κατακεραυνώσουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ή οι παντογνώστες της ελληνικής πραγματικότητας : εκείνοι οι δημοσιογράφοι – κυρίως του ηλεκτρονικού Τύπου – που για όλα έχουν άποψη και κυρίως για τα καλλιτεχνικά. Εκείνοι που τη συμφωνία Joseph του αγαπημένου μας συναδέλφου Σούμπερτ την είπαν «ημιτελική» και την «Σεχραζάτ» άλλου μας εν Παραδείσω φίλου, ως έργο των Ρίμσυ και Κόρσακωφ. Πρόσφατα, μάλιστα, έμαθα από την τηλεόραση ότι ο Μότσαρτ – που τόσο τον αγαπάς – έγραψε και την όπερα «οι νύχτες του Φίγκαρο». Άλλοι, πάλι, δημοσιογράφοι, που θεωρούνται σοβαροί και μορφωμένοι, καλούν για συνεντεύξεις λαϊκούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες τους «μεγάλους» -καθώς λένε– της ελληνικής μουσικής. Είναι διασκεδαστικό να ακούς τα ελληνικά τους και θλιβερό, τις περί μουσικής μη-απόψεις τους. Και να σκεφθείς ότι υπάρχουν εξαίρετοι Έλληνες μουσικοί, τόσο μέσα στην Ελλάδα,  όσο και στο εξωτερικό, που τιμούν άριστα την τέχνη τους. Αυτοί, όμως, δεν ενδιαφέρουν το σύγχρονο ελληνικό κοινό, δεν «πουλάνε», όπως αγοραία λένε, άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος προβολής του έργου τους. Στο κάτω-κάτω της γραφής, εάν θέλουν και αυτοί να προβληθούν ας γράψουν κανένα τραγουδάκι που θέλει και ο λαός. Δημοσιογράφοι, τέλος, που περνούν μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα το θάνατο ενός Μιλτιάδη Καρύδη, αγνοούν τελείως την απώλεια του Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου, αλλά επί σειρά ημερών κάνουν ωριαία αφιερώματα για το θάνατο συμπαθών λαϊκών βάρδων και τραγουδιστριών νυκτερινών κέντρων, πλροφορώντας το κοινό για τη «μεγάλη απώλεια» της ελληνικής μουσικής ζωής. Για να γελάσεις Joseph, άκου κι’αυτό που μόλις θυμήθηκα. Ένας περίεργος που δηλώνει συνθέτης, πουλάει πολλούς δίσκους και κερδίζει πάρα πολλά χρήματα, δήλωσε πως, κατά την κρίση του, τα τραγούδια του είναι τουλάχιστον εφάμιλλα του Σούμπερτ. Ο πεινασμένος, Joseph, Καρβέλα ονειρεύεται.

Μετά την τελευταία του φράση, ο Aloysious, σταμάτησε για λίγο σκεπτικός. Ύστερα γύρισε στον μαθητή του και του είπε συνωμοτικά: Joseph, μην το πεις αυτό το τελευταίο στον Φράντς, θα ζητήσει και αυτός από το Θεό να πάει στην Ελλάδα και φοβάμαι με κακούς σκοπούς!!

– Θα ήθελα, όμως, δάσκαλε – είπε ο Joseph δειλά-δειλά -να μου πεις όμως και για την ειδικότερη μουσική παιδεία στα ελληνικά ωδεία και στις ανώτατες σχολές.

– Joseph, μέσα σε όλο αυτό το μουσικό χάλι, την παντοκρατορία του τραγουδιού και της απλής διασκεδαστικής μουσικής – της ντόπιας ελληνικής αλλά και της ξενόφερτης – για αυτήν την τελευταία δεν θα  σου πω τίποτα, γιατί αμέσως θα πάθω πονοκέφαλο από τη θύμηση του διαρκούς και ομοιόμορφου ρυθμικά δυνατού κτύπου ενός είδος κρουστού, ντράμς το λένε – μέσα, λοιπόν, σάυτό το χαμηλό μουσικό επίπεδο, η σοβαρή μουσική τέχνη έχει κάνει σημαντικά βήματα. Στην Ελλάδα συναντάς σήμερα μουσικούς εκτελεστές υψηλότατου επιπέδου, τα μουσικά σύνολα, όπως οι ορχήστρες, έχουν βελτιωθεί ποιοτικά σε σημαντικότατο βαθμό, υπάρχουν πιά μερικοί καθηγητές της μουσικής που είναι καλά ενημερωμένοι και παρακολουθούν τις εξελίξεις της Τέχνης των ήχων, γίνονται με άλλα λόγια ηρωϊσμοί καθόλου ευκαταφρόνητοι.

-Δάσκαλε δεν κατάλαβα, γιατί μιλάς για ηρωισμούς;

– Είναι ηρωισμοί γιατί τα όσα επιτεύγματα γίνονται έχοντας ως μόνιμο αντίπαλο την κρατική αδιαφορία. Αδιαφορία η οποία δεν υπάρχει διότι οι υπεύθυνοι του πολιτισμού είναι κακοί άνθρωποι, αλλά διότι έχουν πλήρη άγνοια για τη μουσική ως υψηλή τέχνη και η ασχετοσύνη τους αυτή τους κάνει να μην έχουν κανένα όραμα. Δεν μπορούν να έχουν όραμα που να ξεπερνά αυτό που βαθειά νοιώθουν ως την κορυφή της μουσικής τέχνης : το ελληνικό, δηλαδή, απλό τραγούδι. Κύτταξε Joseph, θα το θυμάσαι και από τα δικά μας χρόνια, η παραγωγή καλών μουσικών υπάρχει όταν είναι καλά τα μουσικά εκπαιδευτήρια και για το εάν είναι καλά τα μουσικά εκπαιδευτήρια υπεύθυνο είναι το κράτος. Εδώ τα πράγματα χαλάνε στην Ελλάδα του 2002. Έχουνε για την ωδειακή παιδεία έναν παλιό νόμο που δεν λεέι να πεθάνει. Φτιάξανε έναν νεώτερο που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αδιαφορία και συμφέροντα εμποδίζουν την πρόοδο. Η μουσική παιδεία είναι χωρίς βαθμίδα παιδείας και σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σε χέρια ιδιωτών. Ανάμεσα σ’αυτούς κάποιοι αγωνίζονται να συνδυάσουν την ποιότητα της γνώσης που προσφέρουν με τη βιωσιμότητα της επιχείρησής τους. Οι περισσότεροι, όμως, νοιάζονται μόνο για το κέρδος. Προσλαμβάνουν ημιμαθείς δασκάλους, συγκροτούν επιτροπές εξετάσεων από φίλους και γνωστούς και μοιράζουν αφειδώς τα «άριστα», αγνοούν τις στοιχειώδεις εξελίξεις σε τομείς που υποτίθεται είναι της ειδικότητάς τους. Η επέμβαση του κράτους είναι ανύπαρκτη και περιορίζεται σε προδιαγραφές κτηρίων και στη χορήγηση άδειας λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων αυτών. Μετά τη χορήγηση της άδειας, ο καθένας κάνει ότι θέλει. Μία παντελής έλλειψη μουσικοπαιδαγωγικής κρατικής πολιτικής και ελέγχου ποιότητας της παρεχόμενης γνώσης. Αναρωτιέμαι, είναι τόσο δύσκολο να βρουν 4 – 5 ανθρώπους μουσικά μορφωμένους και υπεράνω κάθε υποψίας για τυχόν εξαγορασμό τους, για να κάνουν κατά διαστήματα αιφνιδιαστικούς ελέγχους επί του περιεχομένου των σπουδών και του τρόπου διεξαγωγής των εξετάσεων;

-Δάσκαλε, δάσκαλε, τι είναι αυτά που λές, φώναξε ο Joseph. Τι είναι η μουσική παιδεία; εμπορικό μαγαζί είναι για να γίνονται αιφνιδιαστικοί έλεγχοι;

-Είναι, είναι ! είπε ο Aloysius απελπισμένα και ήπιε λίγο από το κόκκινο ιταλικό κρασί που το είχε ξεχάσει τόση ώρα, παρασυρμένος από την πίκρα και την αγανάκτησή του.

– Τουλάχιστον δάσκαλε, οι ανώτατες μουσικές σχολές στην Ελλάδα είναι καλές;

– Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει Joseph. Υπάρχουν μόνο ανώτατες σχολές για μουσικολογική έρευνα, με αρκετές ελλείψεις, όμως και αυτές. Για μουσικούς εκτελεστές δεν υπάρχει ανώτατη σχολή. Κάτι που έφτιαξαν σε ένα πανεπιστήμιο μοιάζει εξωτερικά λίγο με ανώτατη σχολή για μουσικούς εκτελεστές, όμως μόνο μοιάζει, δεν είναι. Και ξέρεις πόσο ήθελα να δω μία ανώτατη σχολή; Την επόμενη φορά που θα πάρω άδεια θα πάω να επισκεφθώ την Τουρκία όπου μου είπαν ότι διαθέτει 3 – 4 ανώτατες μουσικές σχολές όπως εμείς τις εννοούμε στην Ευρώπη.

Θα μου πεις, τώρα, και να υπάρξουν, πού θα απορροφηθούν επαγγελματικά οι νέοι μουσικοί οι οποίοι θα είναι σημαντικά περισσότεροι από τους σημερινούς. Σε εκείνη τη μία όπερα με το ανεκδιήγητο κτήριό της, στις δύο κρατικές ορχήστρες που δεν έχουν στέγη να κάνουν δοκιμές, στο ένα κρατικό ωδείο, στις δύο δημοτικές ορχήστρες, στην φτωχικά επιχορηγούμενη ορχήστρα των χρωμάτων ή στην ορχήστρα της ΕΡΤ όπου παίρνουν μισθούς πείνας ; Αλλά και οι όσοι άξιοι μουσικολόγοι των πανεπιστημίων, που αλλού θα βρουν δουλειά εκτός από τη μέση εκπαίδευση; Σε ανύπαρκτα ερευνητικά κέντρα μουσικής ή στις ανύπαρκτες ανώτατες μουσικές σχολές όπου θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές τους ; Για να μη μιλήσω Joseph για τους συναδέλφους μας σοβαρούς και επιστημονικά καταρτισμένους Έλληνες συνθέτες. Πρώτα-πρώτα αυτοί, γενικά, δεν θεωρούνται από τους αμόρφωτους, αλλά δυστυχώς, υπεύθυνους για τη μουσική παιδεία, ως υπηρέτες της ελληνικής μουσικής. Τέτοιοι είναι μόνο οι τραγουδοποιοί με τη μεγάλη απήχηση στο ανυποψίαστο κοινό που την άγνοιά του αυτοί οι ίδιοι καλλιέργησαν. Ξέρεις Joseph τη μέρα που γινόταν εκείνη η συναυλία του δισεκατομμυρίου στην Αθήνα, ζήτησα να επισκεφθώ την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών. Να γνωρίσω τους Έλληνες συναδέλφους μας. Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν ! Όταν, μετά από πολύ ψάξιμο, τη βρήκα, μου είπαν ότι δεν μπορώ να μπω, διότι το κτίριο, μετά από ένα σεισμό, χαρακτηρίστηκε επικίνδυνο και δεν υπάρχουν χρήματα για να επιδιορθωθεί ούτε κανένας υπεύθυνος του κράτους φρόντισε να παραχωρήσει άλλη στέγη. Θύμωσα πολύ με εκείνον τον Έλληνα συνάδελφο που, ίσως θυμάσαι, τον είχαμε γνωρίσει ένα απόγευμα καθώς κάναμε βόλτα στους παραδείσιους κήπους, Καλομοίρη τον λέγανε. Θυμάσαι τι μας είχε πει; «εγώ έβαλα όσο ζούσα το λιθαράκι μου στη Ελλάδα, τώρα είμαι σίγουρος ότι, μετά τόσα χρόνια, η σοβαρή ελληνική δημιουργία όχι μόνο θα έχει λαμπρή στέγη, αλλά θα έχει την αμέριστη κρατική βοήθεια». Φταίω, Joseph, εγώ που τον πίστεψα. Και διοργανώνουν, τρομάρα τους, και πολιτιστική Ολυμπιάδα. Είναι φανερό, τους ενδιαφέρει ό,τι φαίνεται και γυαλίζει αδιαφορώντας για την ποιότητα του υλικού του. Το πραγματικό περιεχόμενο της αγαπημένης λέξης των πολιτικών, η «υποδομή», τους είναι τελείως άγνωστο ή και εάν το γνωρίζουν το θυσιάζουν στο βωμό του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού. Μουσικοδικείο θέλουν, Joseph, μουσικοδικείο !

– Δάσκαλε είναι τόσο κακό να θέλουν να ικανοποιήσουν το γούστο των πολλών, η γνώμη των πολλών δεν κυριαρχεί σε μία δημοκρατία. Ο λαός δεν είναι ο υπέρτατος κριτής;

– Joseph, είπε αρκετά οργισμένος ο Aloysius ! μην το γυρνάς στα πολιτικά γιατί αν το γυρίσω και εγώ εκεί θα χρειαστούμε πολύ κρασί ακόμη. Θα σου μιλήσω για ρουσφέτια  στους διορισμούς και για απολύσεις διευθυντών όταν αρνούνται τα ρουσφέτια που θέλουν οι πολιτικά προϊστάμενοί τους. Μια, όμως και με προκάλεσες, άκου και τούτο.Ο Aloysius πήγε με γρήγορα βήματα στη διπλανή βιβλιοθήκη και σε λίγο γύρισε κρατώντας ανοιχτό ένα βιβλίο. Πήγε κοντά στο κερί που φλόγα του τρεμόπαιζε καθώς κοντά της γυρνούσε ο Aloysius με νευρικότητα τα φύλλα και όταν βρήκε τη σελίδα που ήθελε, άρχισε να διαβάζει : « ένας κριτής δεν θα κάνει σωστά τη δουλειά του κάτω από τις φωνές του πλήθους ή αν δεν διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις. Ούτε επιτρέπεται να παρασύρεται από φόβο ή δειλία ( από το πλήθος ) και να κρίνει αντίθετα με τις πεποιθήσεις του, λέγοντας ψέμματα με τα ίδια τα χείλη που ορκίστηκε στους θεούς όταν δέχτηκε τη θέση του κριτή. Ο κριτής δεν κάθεται σε αυτή τη θέση ως μαθητής, αλλά ως δάσκαλος του κοινού. Έχει καθήκον να αντιδρά στους θεατές που δεν εκτιμούν σωστά και δίκαια την απόλαυση που προσφέρει η παράσταση, δικαίωμα που το δίνει ένα παλιός ελληνικός νόμος. Αντίθετα, οι νόμοι της Σικελίας και της Ιταλίας αναθέτουν την κρίση στην πλειοψηφία των θεατών που αποφασίζουν για την ανάδειξη του νικητή με ανάταση του χεριού. Έτσι, όμως, διαφθείρονται οι ποιητές ( και οι μουσικοί ) που προσπαθούν να ικανοποιήσουν της αμφίβολης αξίας επιθυμίες των κριτών τους, με αποτέλεσμα να διδάσκονται οι ίδιοι από τους θεατές. Ο νόμος αυτός είναι καταστροφικός για την ποιότητα της απόλαυσης που νιώθουν οι θεατές, γιατί, ενώ έπρεπε να καλλιεργηθούν ακούγοντας πράγματα καλύτερα από τις προτιμήσεις τους, έπαθαν ακριβώς το αντίθετο από δική τους υπαιτιότητα…» Ο Πλάτων, Joseph, ο Πλάτων ! αυτός τα λεέι, φώναξε ο Aloysius σηκώνοντας ψηλά το βιβλίο των πλατωνικών Νόμων.

– Ο Πλάτων όλο τέτοιες αριστοκρατικές αντιλήψεις είχε, μουρμούρισε ο Joseph, αλλά σταμάτησε αμέσως, βλέποντας τον δάσκαλό του έτοιμο να του εκσφενδονίσει το βιβλίο στο κεφάλι. Ύστερα ξαναπήρε θάρρος και είπε:

– Δάσκαλε γκρινιάζεις συνέχεια, έχεις και τίποτα να προτείνεις;

– Τι να σου πω παιδί μου, είπε ήρεμα ο Aloysius. Οι γιατροί σε προχωρημένες ασθένειες λένε: « τώρα πιά ό,τι πει ο Θεός». Αλήθεια είναι τόσο μπερδεμένα εκεί τα μουσικά πράγματα και επικρατεί τέτοιο μουσικό κομφούζιο στον πολύ κόσμο, ο οποίος καλόπιστα δέχεται τις απόψεις των ημιμαθών «ιερών τεράτων» της μουσικής και χωρίς να το θέλει έχει πιά εθιστεί σε χαμηλότατου επιπεδου μουσική, που στ’αλήθεια δεν ξέρω τι να πω. Ίσως μόνο μια εκστρατεία των τρελών εκείνων Ελλήνων που εξακολουθούν να ελπίζουν , μπορεί κάτι να κάνει. Μια εκστρατεία μαζικής ενημέρωσης του κόσμου που να δίνει συνέχεια και με κατάλληλη παρουσίαση ακούσματα υψηλότατου επιπέδου τα οποία δεν μπορεί, θα τα δεχτεί κάποτε και  θα εθιστεί σε αυτά ο απλός άνθρωπος. Και αυτά τα ακούσματα της παγκόσμιας μουσικής ανθολογίας που κάνουν την ανθρωπότητα περήφανη να δίνονται στους νεοέλληνες από μικρή ηλικία και χωρίς καμμία μυθοποίηση. Είναι πειστικό νομίζω το επιχείρημα πώς όπως χρειαζόμαστε καλή μουσική για τη διασκέδαση ή την καθημερινή απλή έκφρασή μας, χρειαζόμαστε και μουσική για να εμβαθύνουμε τη σκέψη μας και το συναίσθημά μας. Καμμιά μουσική δεν είναι καλύτερη από την άλλη. Κάθε κατηγορία μουσικής ικανοποιεί μια διαφορετική ανάγκη του ανθρώπου. Και οι ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου ξεκινούν από τη χαρά της διασκέδασης και τη συντροφιά ενός απλού τραγουδιού, μέχρι το στοχασμό και την ψυχική ανάταση. Πιστεύω πως το ωραίο και καλό πάντα στο τέλος κερδίζει, αρκεί να το γνωρίσεις αληθινά. Κινούμενος συνέχεια σε λοφίσκους, είναι αδύνατο να νοιώσεις την υπέροχη θέα που σου προσφέρει η ψηλότερη κορυφή. Όμως για να φτάσεις σ΄αυτήν την κορυφή χρειάζεται ο κόπος της ανάβασης και οι απόγονοι του Πλάτωνα είναι ακόμα οπαδοί της «ήσσονος προσπάθειας». Απόκτηση αισθητικών κριτηρίων, Joseph, αυτή μόνο θα μπορούσε να είναι η λύση. Κριτήρια που σε κάνουν να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό, το όμορφο από το άσχημο, το απλό από το μεγαλούργημα. Με μια λέξη η αισθητική παιδεία ενός λαού.

– Δάσκαλε φτάνει, φαίνεσαι καταπονημένος και πικραμένος. Συγγνώμη αν σε κούρασα.

–  Ναι παιδί μου, είπε ο Aloysius. Κουράστηκα. Άντε πάμε για ύπνο. Πάμε να ονειρευτούμε τα πράγματα όπως θα θέλαμε να είναι.

ΑΛΚΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

(Μάϊος 2002, για Πανελλήνιο συνέδριο στη Βέροια την 1η και 2α Ιουνίου 2002 )

(*) Σημείωση

Ο συνθέτης Josep Fux ( 1660 – 1741 ) έγραψε το 1725 το βιβλίο «Gradus ad Parnassum ”( «βήματα προς τον Παρνασσό» ). Η «ανάβαση» αυτή προς την κατοικία του Απόλλωνα και των Μουσών, είναι μία πραγματεία γύρω από την Παλεστρινική αντίστιξη.

Αν και η νεώτερη έρευνα έχει ανασκευάσει κάποιυς από τους «κανόνες» που δίνει ο Fux στο βιβλίο του, το σύγγραμμα αυτό έπαιξε ένα σημαντικότατο ρόλο στη διδασκαλία της αντίστιξης, διότι καθιέρωσε τη μεθοδολογία της σταδιακής γνώσηςς των αντιστικτικών νόμων  μέ τα γνωστά ως «είδη» αντίστιξης  ( πρώτο έως και πέμπτο είδος ).

Ο Fux, αντί για μία απλή περιγραφή των αντιστικτικών κανόνων προτίμησε μία γλαφυρή παρουσίασή τους, μέσα από ένα διάλογο μεταξύ του μαθητή Joseph και του δασκάλου Aloysius, εννοώντας τον Giovanni Pierluigi da Palestrina ( 1525 -1594 ).